ANNITA

 Αννίτα

Δέσποινα  Καρασαββίδου 


 

Η Αννίτα, στητή απέναντι από τον παλιό καθρέφτη στο διαμερισματάκι της, στο ημιυπόγειο της οδού Πηνειού 5, χαζεύει ανεμπόδιστη τη θέα από τα στραβοπατημένα παπούτσια των μεροκαματιάρηδων της γειτονιάς.

Αποτραβάει το βλέμμα της από το παράθυρο με τις σιδεριές και το αφήνει να ξεκουραστεί στο δωματιάκι της, το γεμάτο έπιπλα αγορασμένα από τα παλαιοπωλεία του Μπιτ-Παζάρ και συνταιριασμένα με φροντίδα. Καλογυαλισμένα ξύλα από τα χεράκια της, χειροποίητα ριχτάρια, φωτογραφίες σε περίτεχνες κορνίζες στους τοίχους. «Κάθε πράγμα στη θέση του και μια θέση για κάθε πράγμα», μουρμουρίζει για πολλοστή φορά μέσα στη μέρα. Αυτό είναι το μότο της στα 37 χρόνια που πέρασε ως βιβλιοθηκονόμος στη γενέτειρά της, μια αδιάφορη πόλη στην Ουκρανία.

Αναστεβάζει και εστιάζει στο σεκρετέρ με τον καθρέφτη, και συγκεκριμένα στην ασημένια βούρτσα της γιαγιάς της. Την άρπαξε την τελευταία στιγμή μαζί με το άλμπουμ με τις φωτογραφίες. «Παράξενοι που είναι οι άνθρωποι!» 

Στον δρόμο της προσφυγιάς τούς έβλεπε να κουβαλούν τα πιο ετερόκλητα πράγματα. Ένα μαξιλάρι, ένα βιβλίο, μια κατσαρόλα…Ποιος ξέρει γιατί…Τουλάχιστον αυτή πήρε τις αναμνήσεις της. Λογική και οργανωμένη, ακόμη και σε στιγμές απόλυτου πανικού.

«Καλό είναι αυτό;» σκέφτεται καθώς λύνει την κοτσίδα της. Το βαρόμετρο της διάθεσής της, έτσι το έλεγε ο Μαξίν, στα χρόνια της ευτυχίας. Άλλοτε χαλαρά πλεγμένη, όπως τον πρώτο καιρό του έρωτά τους. Άλλοτε τυλιγμένη σφιχτά γύρω από το κεφάλι της στη δουλειά κι άλλοτε αμήχανο παιχνίδι στα δάχτυλά, συνόδευε το κοκκίνισμα στα μάγουλα με το πρώτο κομπλιμέντο που δεχόταν. Κι έπειτα, λυτή όταν γινόταν έξαλλη από θυμό μαζί του, με τους ανθρώπους, με όλα γύρω της.

Προσεκτικά στάζει 5 σταγόνες δαφνέλαιο στα χέρια της. Ενώνει τις παλάμες, το ζεσταίνει και το απλώνει με απαλές κινήσεις σε όλο το μήκος των μαλλιών. Η μύτη της αντιδρά δυσαρεστημένη. Δεν μοιάζει με αυτό από τη δάφνη της αυλής τους. Η Αννίτα την επαναφέρει σε τάξη. «Αυτό έχεις, συνήθισέ το.»

Πιάνει τη βούρτσα, δώρο της γιαγιάς όταν γεννήθηκε, με αγάπη. Περνάει τη ράχη του χεριού από τα σκαλίσματά της.  Το τελευταίο εγγόνι, κορίτσι μετά από τέσσερα αρσενικά. Ίσως γι’ αυτό να ακροβατούσε πάντοτε ανάμεσα στις κορδέλες και τις κούκλες και στον πετροπόλεμο στις γειτονιές. Αγοροκόριτσο, την έλεγαν  μα και πριγκίπισσά τους χαϊδεμένη και κακομαθημένη. Ίσως γι’ αυτό να μην είναι σίγουρη ποια πραγματικά είναι ακόμη και τώρα στα 57 της χρόνια, σε μια ξένη χώρα.

Η βούρτσα ανηφορίζει στα μαλλιά της. Η πρώτη βουρτσιά. Της έδειχνε η μάνα στην αρχή πώς θα κάνει τις 100 βουρτσιές. Αποφασιστικά μα απαλά, μη σπάσει η τρίχα. «Τα μαλλιά είναι το στολίδι σου» της έλεγαν. «Και τα κατάμαυρά μου μάτια» τους αντιγύριζε. Όποιον αφήσω να κοιτάξει μέσα τους βαθιά θα με αγαπήσει για πάντα.»

«Μεγάλες κουβέντες μιας αθώας εποχής» σκέφτεται και με τη δεύτερη βουρτσιά, πιο βίαιη από ό,τι πρέπει, σπάνε οι τρίχες.

Βαθιές ανάσες, αργή εισπνοή, αργή εκπνοή, να πέσουν οι χτύποι της καρδιάς. Το διάβασε στο βιβλίο αυτοβοήθειας «Αγαπήστε τον εαυτό σας». Δώρο της δασκάλας της στο εσπερινό σχολείο μεταναστών. «Είναι ευκολοδιάβαστο, της είπε. Έχε δίπλα σου το λεξικό και θα τα καταφέρεις. Προσπάθησε να διαβάζεις αργά και δυνατά, να ακούς τη φωνή σου.»

Μόνο που η Αννίτα δε θέλει να ακούει τη φωνή της. Τραυλίζει! Ποια; Aυτή η πρωταγωνίστρια σε όλες τις θεατρικές παραστάσεις του σχολείου. Aυτή που γλωσσοκοπάνα την έλεγαν τα αδέρφια της κι ύστερα τάχα τους κάκιωνε. Δεν τους κακιώνει πια, γιατί πώς να θυμώσεις με τους νεκρούς; Ή μήπως, μπορείς; Μπορείς! Μπορείς να θυμώσεις γιατί έφυγαν όλοι στον βομβαρδισμό και την άφησαν μόνη, μόνη με το τραύλισμα, με τη βούρτσα και τις φωτογραφίες.

Η βούρτσα είναι βίαιη απόψε. Κουράστηκε το χέρι να ανεβοκατεβαίνει. 38 βουρτσιές  απομένουν για να γίνουν 100 όπως κάθε βράδυ, σε όλη της τη ζωή. Ούτε μία παρακάτω ούτε μία περισσότερο. Η προσευχή της. Ακόμη και τις δύσκολες μέρες της φυγής. Τώρα που το σκέφτεται, αυτή η βούρτσα κράτησε τα λογικά της στη θέση τους.

19 βουρτσιές ακόμη. Το χέρι αποκαμωμένο μαλακώνει τις σκέψεις. «Μια ζωή μες στα βιβλία, σκέφτεται. Είναι, άραγε, αργά για το όνειρό μου; Ένα μικρό βιβλιοπωλείο με τη μυρωδιά των μεταχειρισμένων βιβλίων να μπερδεύεται με το άρωμα του τσαγιού, που αχνίζει, και μια γάτα, α! οπωσδήποτε μια γάτα, κουλουριασμένη στις ράχες των βιβλίων.»

Χαμογελάει. 100 βουρτσιές με τη βούρτσα της γιαγιάς, όσες ακριβώς χρειάζονται για να μπορεί να ξαπλώσει ήσυχη. Πλάι της, το άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες. Τώρα που ο κόσμος της είναι ξανά στη θέση του, τώρα νιώθει πως ξέρει ποια είναι. Κλείνει το φως και ρυθμίζει το ξυπνητήρι. Ας κοιμηθεί. Σε εφτά ώρες πάλι θα αναρωτηθεί όπως κάθε ξημέρωμα "Ποια είναι τώρα εδώ, σ’ αυτήν την ξένη χώρα;"

 

 

                                                                                                                                              ~