ΕΝΑ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 Ένα αλληγορικό παραμύθι
Χρήστος Αθηνέλης

Στα πολύ θερμά κλίματα ο Ήλιος καίει τόσο δυνατά που τα δέρματα των ανθρώπων γίνονται μαύρα. Τριγυρίζουν γυμνοί  αποζητώντας σκιερά μέρη και τις πολύ ζεστές ώρες μένουν κλεισμένοι στα δωμάτια τους. Μόνο μόλις βραδιάζει βγαίνουν έξω σε μια ατμόσφαιρα τόσο αποπνικτική  που μερικές φορές  περιγελούν την κατάσταση τους λέγοντας πως ζουν σε  ένα καζάνι.  Παρ όλα αυτά υπάρχει κάτι μαγικό σε αυτούς τους  τόπους. Ίσως ο συνεχής ιδρώτας και οι αναθυμιάσεις του σώματος, αυτή η πραγματική σαρκική εξιλέωση να τους κάνει πιο ζωντανούς, πιο χαρούμενους, γεμάτους ζωή και ενέργεια.

Εκεί έφτασε και ο ξένος μας. Παρατηρούσε τη ζωή και έψαχνε να ανακαλύψει  τους τρόπους (μάλλον τον μόνο τρόπο)  που θα τον κάνει να αντέξει  αυτό το μυθικό μαρτύριο.

Στην αρχή προσπάθησε να κυκλοφορήσει  την ημέρα όμως τα πάντα ήταν κλειστά, σφραγισμένα ,ακατοίκητα. Γυρνούσε από εδώ και από κει μόνος, σε ένα χωριό που νόμιζε πως από καιρό είχε πεθάνει. Δεν άργησε κι αυτός να νιώσει  ζαλάδες και κομμάρες. Ο Ήλιος  τον κυνηγούσε τόσο πολύ που άρχισε να νομίζει  ότι τον στοχεύουν πολυβόλα, κανόνια, μεραρχίες. Μαζί με αυτόν  όμως γύριζε και η σκιά  του. Στην αρχή  υπομονετικά  προσπαθούσε  κι εκείνη να ανταπεξέλθει  αλλά  γρήγορα  τα παράτησε, άρχισε να αδυνατίζει, να χάνεται, να σβήνει ,να μη θέλει  άλλο την σκιώδη ζωή της.

Μόνο το βράδυ όταν άναβαν όλα τα φώτα και οι κάτοικοι έβγαιναν  από τα σπίτια  τους, συνέρχονταν  και οι δυο. Νιώθανε  τη δροσιά  της νύχτας με αυτό το υπέροχο  φως  των αστεριών  της  και η χαρά τους για την αναστολή της καταδίκης τους ήταν  πολύ μεγάλη. Ανακουφίζονταν  στα μπαλκόνια  και τα καφέ. Τα βράδια τα πάντα ζωντάνευαν. Οι δρόμοι γέμιζαν βιαστικούς και φωνακλάδες διαβάτες. Η ζωή ξαναγύριζε. Μαζί, ξαναγύριζε  και η σκιά.

Ένα βράδυ καθισμένος στο μπαλκόνι  του, τεντώθηκε  από ευχαρίστηση και είδε  στο απέναντι σπίτι τη σκιά  του να φτάνει εκεί πολύ εύκολα και μόνο τότε ένοιωσε  χαρούμενη και ζωντανή. Αφέθηκε στην όμορφη μουσική που παρόμοια  της δεν είχε ξανακούσει. Τόσο υπέροχη που τον αιχμαλώτισε αμέσως. Μερικές φορές  είναι αλήθεια, όλοι ζητάμε μια τόσο  θεσπέσια αιχμαλωσία, οι αισθήσεις μας αναζητούν  αυτή την αποχαύνωση και την παραίτηση  από όλα όσα μας απασχολούν.

Κάθε βράδυ λοιπόν έγκλειστος μετά από μια κοπιαστική ζεστή μέρα,  αυτή η υπέροχη  μουσική  τον ταξίδευε  σε αισθήσεις μοναδικές. Άρχισαν μαζί με τη σκιά του  να παρατηρούν  το απέναντι  μπαλκόνι κι αυτό να γίνεται πλέον μόνιμα η  περιπέτεια  τους.

Μια νύχτα ο ξένος πετάχτηκε  απότομα  από την καρέκλα του. Στο απέναντι παράθυρο στέκονταν η μορφή μιας όμορφης  γυναίκας  να διαπερνά  το έτσι  κι αλλιώς,  ωραίο σκηνικό. Μάλλον καλύτερα να διατρυπά  το σκηνικό. Ένιωσε, εντελώς ξαφνικά σαν μια μορφή να βάρυνε τόσο με την παρουσία της που απορρόφησε και διαπέρασε  το υπόλοιπο περίγυρο.  Στάθηκε  στο μπαλκόνι, γεύτηκε  τον αέρα κι όλα άλλαξαν. Η μυρωδιά  της απλώθηκε σαν πέπλο  στο δρόμο και τα αστέρια φωτίστηκαν ακόμα περισσότερο.

Όμως  ποια έμενε εκεί  και που βρίσκονταν η είσοδος αυτού του σπιτιού; Δεν υπήρχε πέρασμα ανάμεσα στα κάτω μαγαζιά αλλά ούτε και είχε  ξαναδεί ποτέ κίνηση στο απέναντι μπαλκόνι. Σκέψεις και αισθήματα λάβας κατέκλυζαν και θόλωναν το μυαλό του κι έτσι χωρίς να χάσει  χρόνο  έστειλε την σκιά  του απέναντι να δει καλύτερα αυτή την όμορφη οπτασία.  Τη στιγμή όμως που ταξίδευε η σκιά του προς τον απέναντι τοίχο, τότε η γυναίκα μπήκε μέσα, στα ενδότερα. Τεντώθηκε  τότε κι εκείνος παραπάνω  για να μπορέσει κι η σκιά του να περάσει  την υπέροχη  θύρα  του ονείρου του μέχρι που τελικά τα κατάφερε  η σκιά του, τρύπωσε μέσα και χάθηκε κι αυτή.

Τότε ήταν που ένιωσε να γκρεμίζεται  η ταραγμένη ύπαρξη του. Προσπάθησε  να την επαναφέρει χωρίς όμως να γνωρίζει ακόμα αν αυτό που ήθελε  ήταν  η σκιά  του καθαυτή ή οι μυρωμένες πληροφορίες  που αυτή θα του έφερνε. Τίποτα. Προσπάθησε να συγκρατηθεί για να μη φωνάξει. Τίποτα και πάλι. Κατέληξε στο κρεβάτι του ήσυχα με μόνη ανακούφιση  την ελπίδα  πως αύριο  όλα θα ξανάρχιζαν  από την αρχή.

Στο κρεβάτι του σκέπτονταν και στριφογυρνούσε με το ίδιο ερώτημα. Μπορεί κανείς να ζήσει  χωρίς την σκιά του; Δεν το είχε σκεφτεί ως τότε, νόμιζε ότι ήταν ένα θέμα που ποτέ δεν θα τον άγγιζε. Μια θλίψη τον κατέκλυσε. Φύτρωσε μέσα του σαν λουλούδι  μελαγχολικό το πρωινό  μιας όμορφης  κατά άλλα, ημέρας. Όταν το πρωί το φως έπληξε το δωμάτιο του κι αυτός  σηκώθηκε  με φόβο, είδε  πως η σκιά τον είχε εγκαταλείψει. Ήταν μόνος του.

Το βράδυ που πάλι κάθισε στο μπαλκόνι του περιμένοντας να ανάψουν τα φώτα, αναζήτησε ξανά τη σκιά του. Πουθενά. Σκέφθηκε πως ίσως είναι  οριστική η απώλεια της κι έτσι γρήγορα μάζεψε  τα πράγματα  του και περίμενε  το πρωινό για να φύγει άδειος και τρομαγμένος. Το μόνο που ήθελε  είναι να φτάσει  στο σπίτι του, να κλειστεί μέσα του και  να ξεκινήσει να γράφει. Ένας συγγραφέας  χωρίς καθόλου γεύση από  τη ζωή. Ένας άνθρωπος που θα μιλά για τη ζωή χωρίς  όμως να μπορεί να τη ζήσει.

Η σκιά από την άλλη, αφού πανηγύρισε κάπως  άτσαλα την ανεξαρτησία της, γρήγορα  άρχισε να βιώνει  πράγματα  που μέχρι τώρα  έβλεπε, άκουγε, ένιωθε άλλα μόνο μέσω κάποιου άλλου. Και μάλιστα τώρα  που το σκέπτονταν καλύτερα, όχι υποχρεωτικά αρεστού.

Περιορισμένη, καταδικασμένη από πάντα να ακολουθεί  έναν αχάριστο και άξεστο άνθρωπο, όλα άρχιζαν και τελείωναν με αυτόν. Τα πάντα γυρνούσαν  γύρω του.

Το πρώτο σοκ διαδέχτηκε η μαγεία μιας ύπαρξης τόσο μοναδικής. Έβλεπε αυτή την μαγευτική γυναίκα χωρίς να μπορεί να την αγγίξει και θέριευε μέσα  του ο πόθος για ζωή. Στην αρχή όλα ήταν όπως πριν ήταν πάλι μια σκιά ανεξάρτητη άυλη και άχρωμη. Μερικές φορές στενοχωριόταν  για αυτή της την ιδιότητα άλλα δεν προλάβαινε κιόλας να το πολυσκεφτεί, γιατί τόση ήταν η χαρά που  εκεί, ώστε όλα τα έβλεπε υπέροχα. Κοιμόταν  και ξυπνούσε με την ανάσα της. Γελούσε και έκλαιγε  με τους πόθους της. Γεννιόταν σιγά σιγά . Ώσπου και η γυναίκα κατάλαβε  πως είχε για παρέα μια σκιά που μέχρι τώρα κρύβονταν  στην σκιά της.  Ήταν για αυτήν μια μοναδική ευκαιρία. Είχε στα χέρια  της έναν υπέροχο  πηλό που την γνώριζε  καλά κι έγινε γρήγορα ο σκοπός της. Ήταν τόσο γοητευτικό  να μαθαίνει σε μια σκιά  τα ανθρώπινα, να δίνει  την εντύπωση  ενός μικρού  θεού, γνώστη και τιμωρού ταυτόχρονα. Αγαπητού και αυστηρού. Απόμακρου αλλά και τόσο  κοντινού. Τώρα  όλα έτρεχαν. Η σκιά  έπαιρνε λίγο λίγο με τη βοήθεια της λατρείας και του έρωτά της σάρκα και οστά. Η γυναίκα από την άλλη με την επίγνωση της δύναμης  της μετατρέπονταν σε μια θεότητα.

Αυτή η έκπαγλη γιορτή συνεχίστηκε έως  ότου η σκιά έγινε ένας  μοναδικός  άνθρωπος που σαν άνθρωπος  έπρεπε  να τα γνωρίσει  όλα.

 Έτσι  άρχισε  αυτό το πανηγύρι  των αισθήσεων να μετατρέπεται  σε πανηγύρι απολαύσεων. Η σκιά σαν τρελή γεύονταν τα πάντα. Ότι είχε μέχρι τώρα ανακαλύψει ο άνθρωπος, αυτός ο μέχρι πριν από λίγο, φύλακας του. Έπρεπε να τα δει και να τα χαρεί όλα  χωρίς σταματημό. Η μικρή  θεά έγινε ένα μικρό εμπόδιο μπροστά της όταν λαχτάρησε να φύγει από δίπλα της. Τα ρούχα  της έδιναν  την υπόσταση  που ήθελε  και καθώς  ήξερε πια για πολλά  ανθρώπινα,  γρήγορα  έγινε  ιδιαίτερα αγαπητή. Η γνώση της ήταν τόση,  που εύκολα χειρίζονταν τους ανθρώπους, οδηγώντας τους τις περισσότερες  φορές στην καταστροφή  και τη δυστυχία. Και ήταν τόσο μεγάλος ο κόσμος γύρω της, ατέλειωτος.

Τα χρόνια πέρασαν όπως κάθε φορά περνούν σε όλα τα παραμύθια κι ο συγγραφέας συνέχιζε την μοναχική πορεία προς την παραλυσία της ψυχής του. Αποδέχτηκε αυτήν την ακινησία προσπαθώντας να πει πράγματα που αφορούσαν τη ζωή όλων μας. Μόνο που και που εκλάμψεις έρχονταν και τον παρηγορούσαν. Χαμένος στα δωμάτια του έχανε κάθε μέρα τόσο την όψη του όσο και τη φωνή του. Γίνονταν μια σκιά πραγματική, σκυμμένη πάνω  στα βιβλία, μόνη και φοβισμένη. Δεν έβλεπε καθόλου πια χρώματα, μόνο όλα ήταν για αυτόν  γκρίζα και ανήλιαγα. Ο φόβος ολοένα και μεγάλωνε, σιγά σιγά γίνονταν τρόμος. Οι γύρω του πίστευαν στον αποκαλούμενο αναχωρητή τους μα ήταν τόσο μπερδεμένα και δυσνόητα αυτά που τους έλεγε.

Η σκιά από την άλλη, μετά από περιπέτειες που αποτελούν πολλά παραμύθια μαζί, είχε φτάσει  στο σημείο όπου όλα της ήταν βαρετά. Πέρασε πολλά, είδε περισσότερα και μάλιστα θα μπορούσε κάλλιστα  να γίνει αρχηγός σε κάτι,  μα βαθιά μέσα  της όλα ήταν  ξεφτισμένα. Συνειδητοποίησε  τόσο  γρήγορα  το νεκρό  της  σημείο που ο χρόνος της γιορτής πέρασε  σαν μια στιγμή. Τώρα όλα ήταν ίδια. Δοκίμασε όλα τα φάρμακα. Αγάπη. Οικογένεια. Χρήματα. Δόξα. Μέχρι ουσίες που νάρκωναν τη θλίψη της. Τίποτα δεν σκίαζε την πορεία προς την ανυπαρξία. Τελευταία ένιωθε καλύτερα υποδυόμενη κάποιους ρόλους κι έτσι αφοσιώθηκε στην υποκριτική ανθρώπων  που είτε ήταν δυστυχισμένοι  όπως αυτή, είτε χαρούμενοι  και ευχαριστημένοι  όπως κάποιοι  άλλοι. Έξω  από τον εαυτό της δάμαζε  την πορεία της καταστροφής της με τον πιο κομψό τρόπο που επινοήθηκε  ποτέ από τους ανθρώπους.

Αυτά είχα να σας πω σκαρώνοντας ένα παραμύθι, μην το πιστεύετε…. Είδατε πως η μεγάλη ζέστη κάνει κακό στον κάθε ταξιδιώτη. Καλό λοιπόν θα είναι να χρησιμοποιούμε πάντα ταξιδιωτικούς οδηγούς. Τι τις χρειαζόμαστε τις περιπέτειες;