Η ιστορία ενός βάζου

Η ιστορία ενός βάζου

Δώρα Κατάκη

Τις καλές εποχές διακοσμούσα πλουσιοπάροχα τραπεζώματα, με ανθρώπους γελαστούς και χορτάτους. Όχι μόνο τα διακοσμούσα, αλλά δέσποζα μάλιστα και σε περίοπτη θέση στο κέντρο του τραπεζιού. Σημασία μεγάλη δεν μου δίνανε βέβαια, το καταλαβαίνω. Τι σημασία να έχει ένα βάζο με λίγα ανθάκια μπροστά στα λαχταριστά πιάτα, τα φρουτώδη κρασιά και τα κρεμώδη επιδόρπια; Μάλλον ελάχιστη. Όμως, ήμουν η μικρή λεπτομέρεια, που συμβόλιζε το μεράκι, την φροντίδα και την αγάπη του οικοδεσπότη. Ωστόσο ελάχιστα με ενδιέφερε πόση σημασία και προσοχή μου δίνανε. Μου αρκούσε που ήμουν εκεί, παρόν, σε στιγμές ζωηρές και θορυβώδεις και με κάποιον τρόπο ένιωθα για λίγο σημαντικό.

Θυμάμαι πάντοτε να φιλοξενώ ολόφρεσκα λουλούδια. Λογιών λογιών χρώματα που φέραν αρώματα έτοιμα να τα παγιδεύσεις σε γυάλινα μπουκαλάκια. Άλλοτε κομμένα από κάποιον κήπο ή συχνά φορτωμένα με ένα ευτελές περιτύλιγμα κάποιου ανθοπωλείου.

Με το πέρασμα του χρόνου η στεναχώρια υπερτερούσε της απόλαυσης. Όμορφα μπουκέτα έρχονταν και παρέρχονταν. Στην αρχή λάτρευα να τα βλέπω ζωηρά και ολόφρεσκα. Με αυτό το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω για να παρατείνω τη ζωή τους, γέμιζα υπερηφάνεια και πληρότητα. Και εκεί που αρχίζαμε να γνωριζόμαστε, να μαθαίνω τις παραξενιές και τις αρετές τους, ερχόταν και ο αποχωρισμός. Δεν άργησα να καταλάβω ότι το βάρος που έφερε το έργο μου ήταν μεγαλύτερο απ' όσο μπορούσα να αντέξω. Γιατί η χαρά του να δίνεις λίγη ζωή ακόμη είναι μεγάλη, αλλά η πίκρα του να μην μπορείς να τα κρατήσεις ζωντανά για πάντα, ακόμη μεγαλύτερη.

Τα πράγματα ωστόσο άλλαξαν και η κυρά Μάρω μας άφησε. Μαζί άφησε τον άντρα, τα τρία παιδιά και τα πέντε εγγόνια της. Όμως κυρίως, άφησε εμένα. Προτού πάντως να βγάλετε συμπεράσματα για τον υπέρμετρο εγωισμό μου, επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω. Έχω φτιαχτεί με μια πολύ συγκεκριμένη ιδιότητα. Να κάνω παρέα σε λουλούδια. Είμαι αν θέλετε πολυτέλεια. Τα χρόνια μου σε αυτόν τον κόσμο είναι μπόλικα. Γνώρισα γενιές και γενιές και πολλοί με αποκαλούσαν αντίκα ή κειμήλιο. Όμως παρά τη σοφία χρόνων στις πλάτες μου και την ομορφιά μιας άλλης εποχής, πλέον, στεκόμουν άχρηστο και βρώμικο σε μια κούτα του υπογείου. Ο άνθρωπος που με φρόντιζε δεν ήταν εκεί και σε εμένα έλειπε εκείνο το ζευγάρι μάτια που με κοίταζε λάμποντας από χαρά κι ευχαρίστηση. Ο χρόνος έμοιαζε να είχε σταματήσει ένοιωθα πως έχω χάσει το νόημα ύπαρξης, τον σκοπό μου.

Ευτυχώς, για καλή μου τύχη, η κολλητή της κυρα Μάρως, η Γωγώ, ανέλαβε δράση. Ερχόμενη να πάρει μερικά αναμνηστικά της φίλης της, με είδε και όλο συγκίνηση άρχισε να με κανακεύει. Αναπόλησε τα βασιλικά τραπεζώματα της Μάρως και την αγάπη που μου είχε.
Έτσι, έσπευσε να με καθαρίσει, να με γυαλίσει και να με βολέψει πάνω από το τζάκι δίπλα από την φωτογραφία της Μάρως. Ξαφνικά τα πνευμόνια μου γέμισαν οξυγόνο και η μυρωδιά της υγρασίας παραχώρησε τη θέση της στη γνώριμη και γεμάτη γλύκα μυρωδιά του σπιτιού. Επιτέλους βρήκα μια περίοπτη θέση και πάλι. Για καιρό ήμουν άδειο. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Με τον φροντιστή απών και το κενό παρόν μέσα μου. Όλα αυτά μέχρι και τούτη την στιγμή, σήμερα, που μου συμβαίνει κάτι αναπάντεχο. Μου έφεραν μερικά δήθεν λουλούδια! Πλαστικά, άγρια, άκαμπτα και μυρίζουν περίεργα. Τελικά για όλα υπάρχει πρώτη φορά! Μα ποιος αγοράζει πλέον πλαστικά κιτς λουλούδια; Και πόσοι είναι αυτοί που τους αρέσει να τα βλέπουν; Αισθάνομαι περίεργα κι άβολα. Δεν έχω να πω πολλά μαζί τους. Όμως ο χρόνος, λένε, είναι ο καλύτερος γιατρός. Δειλά δειλά η απουσία της Μάρως αρχίζει να ξεφτίζει και το ενδιαφέρον μου για τα κάπως δεύτερα λουλούδια παίρνει να δυναμώνει. Με τις μέρες να κυλούν αργά, τα συνηθίζω παρατηρώντας μια περίεργη ανεμελιά. Σιγά σιγά πιάνω τον εαυτό μου απαλλαγμένο από το βαρύ φορτίο της φροντίδας και της ευθύνης. Και η μέρα του αποχωρισμού, που κάποτε με επισκέπτονταν σχετικά σύντομα, πλέον δεν έρχεται. Αρχίζω να συνειδητοποιώ πως αυτά δεν πρόκειται να πεθάνουν και πως θα βρίσκονται μαζί μου για καιρό. Όχι όπως τα ζωντανά βέβαια, ούτε όπως η Μάρω, όμως κάπου αρχίζω να βρίσκω ξανά νόημα, ένα διαφορετικό πλέον νόημα. Τώρα, αντί να παλεύω με νύχια και με δόντια να παρατείνω τη ζωή μέρα με τη μέρα, μπορώ πλέον να δίνω ζωή εκεί που δεν υπάρχει. Μέχρι πότε; Μέχρι όποτε. Μέχρι να φυσήξει ένας δυνατός αέρας ή έως ότου μου δώσει μια σπρωξιά η κυρά Μάρω.
~