Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΥΛΟΣ

Ο Θανάσης Σκύλος

Χρήστος Αθηνέλης

 

Ο διακεκριμένος κλειδαράς Θανάσης Σκύλος είναι από τους καλύτερους στο επάγγελμα του. Να φανταστείτε πως είναι μόνιμος συνεργάτης της αστυνομίας σε σπίτια κατασχεμένα! Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και κατοικεί στο κέντρο, στην οδό Αγάπης, στο γνωστό αδιέξοδο στενάκι.

Οικογένεια δεν μπόρεσε να κάνει αν και το ήθελε πάρα πολύ. Κάτι του χάλαγε την συνταγή την τελευταία στιγμή κι έτσι ζει μόνος σε ένα σπίτι γεμάτο πράγματα άχρηστα για αυτόν καθώς και για πολλούς. Εκεί ζει την εποχή του, χωρίς να σκέπτεται  και πολύ.

Από μικρό οι φίλοι του Σκύλο τον φωνάζανε. Η καζούρα έπεφτε σύννεφο και τα κορίτσια πάντα τον κοιτούσαν με περιέργεια. Κάτι τις κινούσε το ενδιαφέρον, ίσως η απρόβλεπτη και μυστική πλευρά του, δεν μπορούσαν όμως να τον καταλάβουν κι αυτό δημιουργούσε ένα σύννεφο γύρω του.  Κανείς δεν ήξερε πραγματικά τι σοι άνθρωπος είναι  και πόσο μπορούσαν να τον εμπιστευτούν, το ανάποδο από το όνομα του δηλαδή.

Από μικρός είχε πρόβλημα με τον ύπνο του. Είτε δεν κοιμόταν καθόλου, είτε κοιμόταν τόσο ελαφριά που ξυπνούσε με το παραμικρό. Εδώ και μερικές μέρες όμως κάτι περίεργο συνέβαινε. Έβλεπε στον ύπνο του έναν εξαψήφιο αριθμό τόσο, που στο τέλος θυμόταν τον αριθμό από έξω. Έβλεπε τον ίδιο αριθμό να περνά από την οθόνη μιας παλιάς τηλεόρασης που είχαν στο πατρικό του, από αυτές τις παλιές που έμοιαζαν με έπιπλο, μέσα σε ένα τεράστιο δωμάτιο άδειο και γυμνό από οτιδήποτε. Κάπου στη γωνία του δωματίου μόνο, έστεκε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο χωρίς λαμπάκια, γεμάτο μπαλίτσες κίτρινες και μελαγχολικές. Βέβαια το πως ήξερε πως οι μπαλίτσες  ήταν κίτρινες  σε ένα ασπρόμαυρο όνειρο δεν γνώριζε ούτε και ο ίδιος. Ο αριθμός πάντως, περνούσε από μπροστά του συνεχώς, επαναλαμβανόμενα και με ρυθμό σαν να προσπαθούσε η συσκευή να του μάθει  τον αριθμό που πρόβαλε.

Ένα πρωί πριν την δουλειά, έγραψε τον αριθμό σε ένα άσπρο χαρτάκι από ένα πακετάκι που είχε για να σημειώνει τα ραντεβού του. Ξέθαψε τότε τον τηλεφωνικό κατάλογο και βάλθηκε να ψάχνει το όνομα που αντιστοιχούσε σε αυτόν τον αριθμό. Ήταν σίγουρος μέσα του ότι πρόκειται για ένα τηλεφωνικό νούμερο, ίσως ένα τηλέφωνο από την πόλη του. Μέχρι που το ανακάλυψε. Ο αριθμός αντιστοιχούσε στο τηλέφωνο της Δήμητρας, το κορίτσι που κάποτε αγαπούσε αληθινά.

Στην πραγματικότητα δεν την είχε ξεχάσει αν και τον αριθμό της ποτέ δεν τον ήξερε. Την αγαπούσε βαθιά και ανεκπλήρωτα. Είχε γνωρίσει αρκετές γυναίκες στην ενήλικη ζωή του αλλά καμιά δεν έφτανε την Δήμητρα όμως κι ο ίδιος ποτέ δεν της είχε εξομολογηθεί πως ένοιωθε για αυτήν. Το πιο όμορφο κορίτσι στην τάξη του,  ένας άπιαστος στόχος που δεν φανταζόταν ποτέ να τον πετύχει.

Την θυμόταν με καστανόχρυσα μαλλιά και γαλάζια μάτια σαν χάντρες από τις κούκλες. Με δέρμα  της ήταν λευκό σαν περιστεράκι και τα δάχτυλα της, ίδια με μικρά λευκά ψωμάκια που ήθελε να τα καταβροχθίσει. Το στήθος της, καλοβαλμένο, γιομάτο χυμούς. Γενικά ήταν ένα ωραίο κορίτσι με τόσους χυμούς της νεαρής φύσης της που φοβόταν μην τον πνίξουν. Και γελούσε, γελούσε συνέχεια και τότε μαζί με το γέλιο της διαχέονταν στην ατμόσφαιρα και η μυρωδιά της τόσο υπέροχη, που κοντά της  του κόβονταν η ανάσα.

Κάλεσε το νούμερο στην τηλεφωνική του συσκευή, ένα παλιό ογκώδεις τηλέφωνο που λειτουργούσε και  ως φαξ, δίχως να χάσει στιγμή. Το τηλέφωνο ακούστηκε να χτυπά και οι θύμισες  πέφταν και αυτές η μια μετά την άλλη. Τα διαλλείματα, οι εκδρομές, τα παιχνίδια στην γυμναστική, οι πρώτοι χοροί, και αυτός πάντα παράταιρος σε μια γωνία να την κοιτάζει  αχόρταγα αλλά πάντα συγκρατημένα. Λέξη δεν έβγαλε ποτέ. Σιωπή μπροστά στην Δήμητρα.

Κανείς  δεν απάντησε από την άλλη πλευρά. Καλυτέρα. Και τι να έλεγε μετά  από τόσα χρόνια! Σκεφτόταν πως σίγουρα θα ήταν παντρεμένη με παιδιά. Τέτοια  κορίτσια δεν τα χάνουν.  Ίσως είναι και η ώρα. Μπορεί να έφυγε για την δουλειά της, πάντα ήθελε να περάσει στο πανεπιστήμιο, σε μια θεωρητική σχολή. Η Γλώσσα και τα Νέα Ελληνικά ήταν το μάθημα της και ήταν πολύ καλή σε αυτά. Σίγουρα καθηγήτρια θα είναι τώρα να διδάσκει σε άλλα νέα παιδιά τα μυστικά της γλώσσας και της επικοινωνίας κι όλα τα παιδιά θα την αγαπούσαν.

Το βράδυ θα ξαναπροσπαθήσω υποσχέθηκε στον εαυτό του και κατέβασε το ακουστικό. Ένα είναι σίγουρο. Δεν ξαναονειρεύτηκε ποτέ πια τον αριθμό της.

 

 

                                                                                                        ~