- ΣΤΗ  ΝΤΟΥΛΑΠΑ-
 (θεατρικός μονόλογος)

 

 ΣΤΗ ΝΤΟΥΛΑΠΑ

(θεατρικός μονόλογος)
της Έφης Προβοπούλου 

Αν δεν σας πειράζει θα σας μιλήσω από εδώ μέσα, από την  ντουλάπα  της μαμάς. Την έφερε από το σπίτι στο χωριό. Τα υπόλοιπα έπιπλα τα πήρε η γιαγιά. Πάντα βοηθούσε η γιαγιά κι η οικογένεια της μαμάς σε αντίθεση με του πατέρα που τον είχαν ξεγραμμένο. Έφυγε μικρός από το χωριό του και μόνο με τη μάνα του επικοινωνούσε. Δύο φορές τον είδα στη ζωή μου. Η μαμά με πήγε δηλαδή. Εκείνος απών. Ανέκαθεν απών.

Σίγουρα δεν σας πειράζει που σας μιλάω από εδώ μέσα; Όλα τα χωράει η ντουλάπα. Ρούχα, παιχνίδια, τα στρώματα του χειμώνα, εμένα.. είναι ο κόσμος μου. Από πολύ μικρή ¨ζώ¨ εδώ μέσα.. κι έξω δηλαδή αλλά μέσα στη ντουλάπα έζησα τα περισσότερα.. γέλασα, έκλαψα, ταξίδεψα ..πως να το πω.. μεγάλωσα απότομα.. Τα καλύτερα ταξίδια έκανα εδώ μέσα. Πώς; Με τις καρτ-ποστάλ. Τις έφερνε μέσα στη βαλίτσα με τα άπλυτα. Δύο μέρες τα έπλενε η μαμά στο χέρι. Εκείνος έτρωγε μόνος στην κουζίνα και φώναζε να ετοιμάσει καθαρό πουκάμισο. Έτρεχε πανικόβλητη η καημένη.. Τα άκουγα από τη χαραμάδα της ντουλάπας ενώ κολλούσα στα τοιχώματα τις κάρτες από τη Βαρκελώνη, το Βερολίνο, το Παρίσι, το Μόντε Κάρλο. Όχι! Δεν ήθελα να ταξιδέψω μαζί του. Με τη μαμά ναι. Να την πάρω να φύγουμε. Να μείνει μόνος. Αυτό ήθελα.

Όταν επιστρέφει στο σπίτι φωνάζει συνέχεια. Μόνο όταν διαβάζει εφημερίδα δεν ακούγεται. Μου έμαθε κι εμένα να διαβάζω. Μάλιστα ένιωθε περήφανος που τα κατάφερνα. Βέβαια ήταν η μοναδική φορά που το ένιωσε. Θυμάμαι να μου δείχνει μια φωτογραφία να αγκαλιάζει ένα παιδί πάνω στη γέφυρα του Βοσπόρου και να μου λέει ότι εκείνο ήξερε να διαβάζει εφημερίδα. Εκείνος θα του έμαθε, σκέφτηκα. Έκρυψα τη φωτογραφία βαθιά μέσα στη ντουλάπα γιατί ένιωθα ζήλια και απέχθεια μαζί.

Το δωμάτιο μου ήταν δίπλα στην κουζίνα. Να, πίσω από αυτόν τον τοίχο (δείχνει). Είχα  καρτ-ποστάλ από κουζίνες στην Ισπανία. Γεμάτες πολύχρωμα λαχανικά και αλλαντικά που κρέμονταν από ταβάνια!  Έμοιαζε με την κουζίνα της μαμάς. Όλα τα έβρισκες στην κουζίνα της, αγαπούσε τα μπαχαρικά, τα μυρωδικά. Μαγείρευε πολύ νόστιμα γιατί έβαζε το βασικό συστατικό, την αγάπη. Αλλά εγώ δεν τα έτρωγα όλα. Ήμουν δύσκολη στο φαγητό. Κι αυτό τον εξόργιζε. Φώναζε συνεχώς στη μαμά ότι εκείνη φταίει που δεν τρώω με όλα αυτά που βάζει μέσα στα φαγητά! Θύμωνε και την έβριζε για τα υλικά και την άχρηστη –έτσι της έλεγε- μαγειρική της. Φοβόμουν κι έτρεχα να κρυφτώ στη ντουλάπα. Δυστυχώς δεν χωρούσε και η μαμά να την κρύψω μέσα.

Μια μέρα άκουσα το χειρόφρενο του φορτηγού κι έτρεξα αμέσως μέσα στη ντουλάπα. Η μαμά μαγείρευε ρεβίθια. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το φαγητό. Άκουγα τη γλυκιά φωνή της από τη χαραμάδα να μου ζητάει να βγω για το τραπέζι. Βγήκα απρόθυμα. Καθόμουν απέναντι του σαν αιχμάλωτη. Κρατούσα επίσης αιχμάλωτα τα ρεβίθια στο στόμα χωρίς να κατεβαίνει ούτε ένα στον οισοφάγο. Μου φώναζε αυταρχικά να τρώω. Δεν άντεξα. Τα ρεβίθια έσκαγαν σαν σφαίρες στο πρόσωπο του κι αφού τα έφτυσα με δύναμη πάνω του έτρεχα να κρυφτώ στη ντουλάπα. Άκουσα  πιάτα να σπάνε. Ύστερα έναν δυνατό χαστούκι μετά το γκάζι του φορτηγού. Έφυγε. Πετάχτηκα έξω. Η μαμά ήταν πεσμένη στο πάτωμα της κουζίνας. Αίμα έτρεχε από το χείλος της. «εγώ φταίω..» ψιθύριζε. Την έκλεισα στην αγκαλιά μου. Δεν έφαγα ξανά ρεβύθια. Χρόνια αργότερα έφαγα φαλάφελ. Τα αναγνώρισα σε μια καρτ-ποστάλ σε ένα νησί που έκανα διακοπές. Τότε συμφιλιώθηκα μαζί τους. Για πρώτη φορά βίωσα την έννοια της συγχώρεσης. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε ένα κενό μέσα μου. Κάτι είχε δώσει θέση σε κάτι καινούργιο. Τότε  ζήτησα από τη μαμά να μου φτιάξει ρεβίθια. Πραγματικά ήταν πολύ χαρούμενη εκείνη τη μέρα. Κάπως έτσι πηγαίνει μπροστά κι η ζωή.

(στο σημείο αυτό σβήνουν τα φώτα και ο χώρος της ντουλάπας όπου βρίσκεται η κοπέλα μικραίνει , έχει τα πόδια απλωμένα για να δείξει ότι έχει μεγαλώσει σε ηλικία)

Θα συνεχίσω να σας μιλάω από εδώ.. αλλά όπως βλέπετε έχω ψηλώσει και δεν χωράω πιά στη ντουλάπα. Στριμώχνω βέβαια το κεφάλι μέσα και τα πόδια έξω. Ούτε φωτογραφίες από τα ταξίδια μαζεύω πια. Ούτε εκείνος ταξιδεύει πια. Μια αρρώστια τον ταλαιπωρεί. Η μαμά έπιασε δουλειά σε ένα φούρνο. Κουραζόταν πολύ από τα εξαντλητικά ωράρια. Τα πρωινά που ήμουν στη σχολή  εκείνος ήταν σπίτι. Δούλευε αραιά πια. Συχνά ερχόταν μια γυναίκα και τον έβλεπε, την πετύχαινα καμιά φορά να φεύγει. Δεν μου μιλούσε ούτε συναντήθηκε ποτέ με τη μαμά, ερχόταν όταν έλειπε. Εκτός από εκείνο το βράδυ.

Η μαμά κοιμόταν, είχε γυρίσει αργά από τη δουλειά. Εγώ διάβαζα μέχρι αργά. Εκείνος ήταν με εκείνη τη γυναίκα. Δεν κοιμόταν πια με τη μαμά. Στο σαλόνι γελούσαν, έπιναν και κάπνιζαν. Μέχρι το δωμάτιο ερχόταν η μυρωδιά του καπνού. Δεν άντεξα. Μπήκα απότομα μέσα και την άρπαξα από τα μαλλιά. Εκείνος με τράβηξε και με χτύπησε. Του φώναζα να φύγει. Η μαμά εμφανίστηκε ανάμεσα μας. Χτύπησε κι εκείνη. Πήρε τη γυναίκα και έφυγαν.

Μετακομίσαμε σε άλλο σπίτι. Αφήσαμε εκεί τα παλιά έπιπλα που θύμιζαν την παλιά ζωή. Μόνο τη ντουλάπα κράτησα. Τις φωτογραφίες και τις καρτ-ποστάλ τις έκλεισα σε ένα κουτί. Ταξίδια χωρίς επιστροφή. Εκείνος δεν ξαναγύρισε. Ούτε καρτ-ποστάλ στέλνει. Μια μέρα ήρθε ένας φάκελος. Ήταν για εκείνον αλλά είχε και το όνομα της μαμάς επάνω. Της ζητούσαν να δώσει.. πως το λέτε εσείς; (απευθυνόμενη στον αστυφύλακα) κατάθεση. Την είδα να κλαίει. Κατά βάθος ήξερε ποιόν άνθρωπο είχε δίπλα της τόσα χρόνια. Να τον σώσει ήθελε γιατί τον αγαπούσε. Εκείνος δεν ήξερε από αγάπη γιατί απλά δεν πήρε ποτέ. Ούτε ήξερε να δώσει. Το γράμμα έγραφε ότι τον καταζητούσαν για κακοποίηση ανηλίκου. Είχε μέσα και μια φωτογραφία. Ήταν εκείνη που είχα κρύψει βαθιά μέσα στη ντουλάπα.. (σκύβει προς το εσωτερικό της υποτιθέμενης ντουλάπας και βγάζει μια φωτογραφία ) τώρα κατάλαβα πως με βρήκατε.. ήταν εκείνο το παιδί, που τότε πίστευα ότι είναι δικό του και το ζήλεψα. Δεν ήταν.

Από ένα παλιό συνάδελφο του που με βρήκε στο δρόμο έμαθα ότι εκείνος είναι πολύ άρρωστος και απομονωμένος κάπου στην επαρχία. Όσο για μένα προκειμένου να συνεχίσω τη ζωή μου επέβαλλα στον εαυτό μου να τον συγχωρέσει. Δεν έφταιγε αποκλειστικά εκείνος. Περισσότερο ίσως έφταιξαν εκείνοι που τον εγκατέλειψαν. Ο μόνος τρόπος που έμαθε  να επιβιώνει ήταν η επιβολή και η βία. Δεν τα κατάφερε. Άλλωστε κι εσείς να τον καταδικάσετε δεν θα αλλάξει τίποτα. Η μοίρα τον έχει καταδικάσει στη μόνη καταδίκη που δεν αξίζει κανενός. Τη μοναξιά..

                                                                                                                ~