ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ


ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ 


Δέσποινα Καρασαββίδου

Δευτέρα 7:36 το πρωί. Μια χλομή ακτίνα τρυπώνει από τις πολυκαιρισμένες κουρτίνες και χαϊδεύει το αξύριστο μάγουλο του Νίκου κι εκείνος βογκάει και σκεπάζεται βίαια με το δεύτερο μαξιλάρι. Ο θρίαμβός του δε διαρκεί πολύ. Το ξυπνητήρι στρατηγικά τοποθετημένο στην άκρη του δωματίου χτυπά αμείλικτα. Το συνοδεύουν οι ήχοι της πόλης που ξυπνά και δεν του αφήνουν περιθώριο επιλογής. Σηκώνεται μαγκωμένος. Λίγες διατάσεις ξεκλειδώνουν τις σκουριασμένες του αρθρώσεις. Οι παγωμένες βελόνες του νερού στο ντους κεντούν το ζεστό από τον ύπνο δέρμα του και τον ανατριχιάζουν.  Ο σκέτος δυνατός καφές ρέει σε κάθε κύτταρό του και το μυαλό του μπαίνει επιτέλους σε λειτουργία. Δυστυχώς.

Ντύνεται και μακιγιάρεται σχολαστικά. Ολόλευκη φορεσιά και λευκή πούδρα στο πρόσωπο. Τη λερώνουν τρία μαύρα δάκρυα που πάγωσαν στη διαδρομή πριν τρέξουν στο μάγουλό του. Ευχάριστη παραφωνία, ένα κόκκινο λουλούδι στο πέτο της καρδιάς.

Σε μια ώρα θα στέκεται καμουφλαρισμένος και ακίνητος όπως πάντα  μπροστά από την επιγραφή «Σκάλες – Χρώματα – Σιδηρικά». Περίεργο πόστο για έναν μίμο του δρόμου. Δεν είχε επιλογή, έπρεπε να κρυφτεί, να μείνει αποτραβηγμένος μακριά από τα μάτια της οικογένειας που τον κατακρίνει, μακριά και από τις αρχές που τον καταζητούν για κάποια χρωστούμενα παλιά. Αυτός, το μαύρο πρόβατο του χωριού που δεν κατάφερε ποτέ να παντρευτεί την αγαπημένη του κι ας έφερε εκείνη στον κόσμο τον καρπό της αγάπης τους. Δεν τον πειράζει, συνήθισε πια, αρκεί που είναι εκεί να τις προσέχει από απόσταση.  Μακριά από τις ακριβές μπουτίκ, τα πολυτελή καφέ, τα εστιατόρια του κέντρου. Οι περαστικοί, άνθρωποι του μεροκάματου, στην αρχή τον κοίταζαν με απορία. Τώρα πια έγινε για αυτούς ένα κομμάτι του σκηνικού, μια σταθερά σε ένα αστικό τοπίο που διαρκώς μεταβάλλεται.

Αυτός δεν τους προσέχει καν. Δεν έχουν σημασία οι άλλοι για αυτόν. Το μόνο που θέλει είναι να είναι κοντά τους, να τους παρακολουθεί, να ελέγχει αν οι αγαπημένοι του είναι καλά. Αλλάζει κάθε μισή ώρα στάση για να ξεμουδιάσει, αποτραβώντας για μια ελάχιστη στιγμή το συνεχώς  προσηλωμένο βλέμμα του στην απέναντι πολυκατοικία. Δεύτερος όροφος, ένα λιλιπούτειο μπαλκονάκι με τρεις γλάστρες, όλες με κόκκινα λουλούδια. Σ’ αυτήν τη στιγμή προλαβαίνει και ρίχνει μια ματιά στο αφημένο κατάχαμα καπέλο του. Λιγοστά κέρματα και σήμερα.

Απέναντι, στο μικρό της διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου η Μόιρα, η δική του Μόιρα, τεντώνεται νωχελικά κάτω από τα σκεπάσματα. Τα στόρια ερμητικά κλειστά και οι σκούρες βαριές κουρτίνες τραβηγμένες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της φωλιάς. Μιας ζεστής ασφαλούς φωλιάς σαν τη μήτρα της μάνας της. Οι άκρες των χειλιών της ανεβαίνουν για να σχηματίσουν ένα ζεστό χαμόγελο και το γυμνό της χέρι αγκαλιάζει το στρώμα δίπλα της. Κρύο το στρώμα και η κίνηση των χειλιών μένει μισή. Τότε θυμάται. Είναι μόνη. Εντελώς μόνη. Η μάνα  δεν έδωσε ποτέ την συναίνεση, την ευλογία για τον γάμο της κι έτσι μόνη πλέον παρουσία είναι η κόρη της που σε λίγο θα ξυπνήσει απαιτώντας την αμέριστη προσοχή της. Πρέπει να τη λατρεύει, να είναι ευτυχισμένη σαν τις λαμπερές μανούλες που ακολουθεί καθημερινά στα σόσιαλ, ακόμα κι αν νιώθει πως της απομυζεί κάθε ικμάδα της δύναμής της. Τα βράδια καταλήγει να σέρνεται προς το λιλιπούτειο μπαλκονάκι της για να ποτίσει τις γλάστρες και να σωριαστεί σαν άδειο σακί στη μοναδική καρέκλα του μπαλκονιού. Εκεί, όπως πάντα θα καπνίσει απανωτά τα άφιλτρα τσιγάρα της καθώς παρακολουθεί αδιάφορα την πινακίδα του κλειστού καταστήματος «Σκάλες – Χρώματα – Σιδηρικά»  που αναβοσβήνει με ρυθμό που την υπνωτίζει.

Ανοίγει τα μάτια και νιώθει τους τοίχους να την πλησιάζουν επικίνδυνα. Στα αυτιά της κουδουνίζουν τα προφητικά λόγια της μάνας της την ώρα που περνούσε σαν σίφουνας για τελευταία φορά την πόρτα του πατρικού ξηλώνοντάς την από τους μεντεσέδες.

«Θα έχεις άσχημα ξεμπερδέματα με τον προκομμένο σου. Ένα βήμα ακόμη και πέθανες για εμάς...»

«Μήπως να κάνω μια προσπάθεια; Μάνα είναι, όπως κι εγώ...», σκέφτεται και αποδιώχνει τη σκέψη αμέσως σαν ενοχλητική σφήκα, τρομάζοντας με τον παραλληλισμό.

Το επίμονο κλάμα από την άκρη του δωματίου την αναγκάζει να σηκωθεί. Μετρά στα δάχτυλα τις ώρες για το βράδυ σέρνοντας τις παντόφλες της με ρυθμό. Κάποιες στιγμές νοιώθει να μην αντέχει την ευθύνη, κάποιες στιγμές στο μυαλό της παίζουν εναλλάξ σε επανάληψη τα χορικά από τη Μήδεια και τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη.

«Κάποτε πήγαινα και θέατρο», σκέφτεται και αγνοώντας το κλάμα που ανεβαίνει κλίμακα κατευθύνεται στην κουζίνα. Καφές στο γκαζάκι και τοστ για πρωινό. Πρώτα οι δικές της ανάγκες, έστω και για λίγο. Μια τόση δα επανάσταση, μια απόκλιση από την αφόρητη ρουτίνα της.

Το κλάμα που δυναμώνει της τρυπά τα αυτιά, φτάνει στο βάθος του μυαλού της και την οδηγεί στην τρέλα. Ηττημένη και νηστική επιστρέφει στο δωμάτιο  γυμνώνοντας το πρησμένο από γάλα στήθος της.

 Λίγα μέτρα πιο εκεί, ο Νίκος νιώθει ένα επίμονο τράβηγμα στο σακάκι.  Χρειάζεται λίγος χρόνος να εστιάσει στον χαμογελαστό πιτσιρίκο που τον προκαλεί να αφήσει την ακινησία του επινοώντας κινήσεις που θυμίζουν ξεχαρβαλωμένη μαριονέτα. Παρασύρεται από τα σκανταλιάρικα μάτια του μικρού και αφήνεται στην απόλαυση του παιχνιδιού. Το πεζοδρόμιο στενό κι αυτοί καθρεφτίζουν ο ένας τις κινήσεις του άλλου, αδιαφορώντας για τους περαστικούς που στριμώχνονται, χαμογελώντας είναι αλήθεια, από το απρόσμενο θέαμα.

Μια μυρωδιά τρυπώνει στα ρουθούνια του. Όχι από το λουλουδάδικο παραδίπλα, ούτε από το μαγαζί με τα θυμιάματα στη γωνία. Μια μυρωδιά αψιά που του καίει  τη μύτη και το στόμα στα ξαφνικά. Κοιτάζει γύρω του απορημένος και τα μάτια του ακολουθούν τα βλέμματα του πλήθους που συγκεντρώνεται σιγά σιγά γύρω του.

Τυλίπες καπνού χορεύουν στο μπαλκονάκι του δεύτερου ορόφου με τις τρεις γλάστρες και τα κόκκινα λουλούδια. Ακολουθούν μικρά πυκνά σύννεφα που όλο και παχαίνουν. Λίγο μετά, μια έκρηξη εκκωφαντική και η  λάμψη  που τη συνοδεύει.

« Η Μόιρα, το παιδί...», σκέφτεται και αρπάζει μια σκάλα που στέκεται δίπλα του, κράχτης για πιθανούς πελάτες. Πατά βαριά,αποφασιστικά στο πρώτο σκαλί και ανεβαίνει  προς τις πνιγηρές αναθυμιάσεις χωρίς καν να υπολογίσει λεπτό τις μπογιές που  αλλοιωμένες σιγά σιγά από  την ζέστα αποκαλύπτουν το πρόσωπό του. Στο μπαλκόνι, με ζωγραφισμένο τον απόλυτο τρόμο στο πρόσωπό της, η Μόιρα χωρίς να τον έχει ως τώρα αναγνωρίσει  περιμένει από αυτόν για να την οδηγήσει στη σωτηρία. Μέσα στη θολούρα του καπνού και του μυαλού της οι κινήσεις του, της φαίνονται οικείες.

Έχει φτάσει πια στον πρώτο όροφο όταν ακούει τις διαπεραστικές σειρήνες της πυροσβεστικής και του περιπολικού που τη συνοδεύει, να πλησιάζουν.

Διστάζει για μια στιγμή. Ζυγίζει μέσα του τους φόβους, το δίλημμα.Τον φόβο της απώλειας που παλεύει με τον φόβο της αναγνώρισης του προσώπου του από τις αρχές. Στο μυαλό του περνάνε με ταχύτητα οι πηχυαίοι τίτλοι των αυριανών εφημερίδων.

“ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ.  ΣΥΛΛΗΦΘΕΙΣ  Ο ΛΕΥΚΟΣ ΜΙΜΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΚΕΝΤΡΟΥ”

Στρέφεται προς τον κόσμο που αγωνιά και αρχίζει να ανεβαίνει. Κανένα δίλημμα για αυτόν. Οι δικοί του άνθρωποι έχουν σημασία, ούτε καν η δική του ζωή. Στους κυρτούς του ώμους κουβαλά  τη μικρή ενώ λίγο πριν λιποθυμήσει η Μόιρα ακούει καθαρά τη φωνή της μάνας της.

«Θα έχεις άσχημα ξεμπερδέματα με τον προκομμένο σου!»

~